- μολυντός
- μολυντός, -ή, -όν (Μ)[μολύνω]ικανός να μολύνει, να ρυπαίνει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολυντόν — μολυντός apt to make dirty masc acc sg μολυντός apt to make dirty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek